θηλύτροπος

θηλύτροπος
θηλύ-τροπος, ον,
A of womanish habit: metaph., of the planet Venus, Cat.Cod.Astr.1.136.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θηλύτροπος — θηλύτροπος, ον (Α) αυτός που έχει γυναικείες ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. έκ τροπος, επί τροπος] …   Dictionary of Greek

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”